Τρία χρόνια πάλευα με τούτους τους στίχους. Τρία χρόνια πάλεψα με τα μορμολύκεια παλιών εραστών και ερωμένων. Βγήκα νικήτρια; Δεν το γνωρίζω. Παραδέχομαι όμως τις πληγές μου και τις αφιερώνω στους αναγνώστες του Ασκόμπαφλου που εδώ και μία δεκαετία μας συνοδεύουν. Άλλοτε γλύφοντας τις πληγές μας και άλλοτε τρίβοντας πάνω τους αλάτι. Όλα της γης ετούτης. Το σάλιο και το άλας.
Έψαξα στο λεξικό το όνομά σου, Μανόλια.
Ουσιαστικό. Καλλωπιστικό.
Έψαξα κι άλλα, μετά, λουλούδια. Άδικος κόπος. Μαραμένα όλα.
Οι νύμφες που τα κατοικούσαν λούστηκαν με τα νερά της Στύγας.
Είπαν, ξεγελάστηκαν από της μακριές της βλεφαρίδες.
Είπα, εγώ το μαυρονέρι σου δεν θα το πιώ, κι ας βγάλει η
γλώσσα μου φολίδες.
Το σώμα μου που λιώνει μπρος στον περιπαθή χορό σου, στη Νέα
Μάκρη θα το βρέξω.
Ναι, μπροστά σε λιπαρούς, ανέμελους παραθεριστές.